κελαινωψ

κελαινωψ
    κελαινώψ
    κελαιν-ώψ
    -ῶπος adj. смуглолицый, смуглый
    

(Κόλχοι Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κελαινωψ" в других словарях:

  • κελαινώψ — κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλ ώψ, φοβερ ώψ] …   Dictionary of Greek

  • κελαινώψ — swarthy masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινώπεσσι — κελαινώψ swarthy masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινώπεσσιν — κελαινώψ swarthy masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • κελαινῶπα — κελαινώπας black faced masc voc sg (doric) κελαινώπας black faced masc nom sg (epic doric) κελαινώψ swarthy masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»